ταπητοστρώνω

ταπητοστρώνω
μετ. устилать коврами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ταπητοστρώνω" в других словарях:

  • ταπητοστρώνω — Ν καλύπτω μια επιφάνεια με τάπητα …   Dictionary of Greek

  • ταπητόστρωση — η, Ν [ταπητοστρώνω] η κάλυψη επιφάνειας με τάπητα, με χαλί …   Dictionary of Greek

  • ταπητόστρωτος — η, ο, Ν [ταπητοστρώνω] στρωμένος με τάπητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»